- ξεσαβουριάζω
- ξεσαβούριασα, ξεσαβουριάστηκα, ξεσαβουριασμένος, και ξεσαβουρώνω ξεσαβούρωσα, ξεσαβουρώθηκα ξεσαβουρωμένος1. μτβ., για πλοίο, αφαιρώ τη σαβούρα, πετώ το έρμα του, αφερματίζω.2. αμτβ., αφαιρώ τη σαβούρα μου, πετώ το έρμα μου: Το καράβι ξεσαβουρώνει για να φορτώσει σίδερα.3. μτφ., απαλλάσσω κάποιον από το περιττό βάρος, από τη σαβούρα, καθαρίζω, αδειάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.